Τομοῦροι

Τομοῦροι
Τομοῦροι, οἱ,
A priests of Zeus at Dodona, εἰ μέν κ' αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῦροι, an ancient reading for θέμιστες in Od.16.403, v. Str.7.7.11, who explains it as a shortd. form of Τομάρ-ουροι, guardians of Mount Tomarus, cf. Hsch. s.v. Τόμαρος; the variant is given as Τόμουραι by Eust.1760.47, 1806.37; τόμουρε = μάντι occurs in Lyc. 223, cf. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τομοῦροι — priests of Zeus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… …   Dictionary of Greek

  • Τομούροις — Τομοῦροι priests of Zeus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομούρους — Τομοῦροι priests of Zeus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομαροφύλακες — οἱ, Α τομοῡροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τόμαρος, όρος κοντά στη Δωδώνη + φύλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”